κοντσέρτο

κοντσέρτο
(concerto). Μουσική σύνθεση για ένα ή περισσότερα σόλο όργανα και ορχήστρα. Ο όρος κ. ανάγεται στον 16o αι., όταν υποδήλωνε κάθε μουσική συνόλου, είτε οργανικού είτε φωνητικού, με συνοδεία μουσικών οργάνων, συνήθως στην περίπτωση του μοτέτου με συνοδεία (mottetto accompagnato) τόσο του εκκλησιαστικού όσο και του κοσμικού. Στην τελευταία αυτή περίπτωση ο όρος κ. διέκρινε αυτό το είδος της φωνητικής μουσικής με συνοδεία μουσικών οργάνων από το λεγόμενο a cappella, δηλαδή χωρίς οργανική συνοδεία. Το κ. εμφανίστηκε το 1587 στον τίτλο ενός έργου που συγκέντρωνε συνθέσεις για περισσότερα όργανα: «Κοντσέρτα του Αντρέα και Τζιοβάνι Γκαμπριέλι που περιλαμβάνουν εκκλησιαστική μουσική, μαδριγάλια και άλλα». Τον 17o αι. το κ. απέκτησε περισσότερο ελεύθερη δομή. Η εξέλιξη και η νέα στροφή προς την ενόργανη μουσική οδήγησαν βαθμιαία σε επαναστατικές εφαρμογές για μορφές σόλο και συνόλου, για ομάδες δηλαδή από λίγα όργανα ή για άλλες με περισσότερα και πιο ποικίλα όργανα. Ο όρος concertare σήμαινε αρχικά το συνολικό παίξιμο και αργότερα διακρίθηκε σε concertare a solo και σε concertare di ripieno (δηλαδή με τον όγκο της ορχήστρας). Έτσι, στα τέλη του 17ου αι. διαμορφώθηκε μια μορφή που με την ονομασία κ. γκρόσο (concerto grosso) κυριάρχησε στις συνθέσεις για μεγάλα οργανικά συγκροτήματα κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 18ου αι. Το κ. γκρόσο συνίστατο στην εναλλαγή περιόδων που εκτελούνταν από ομάδα πολλών οργάνων (ripieno) και περιόδων με περισσότερο δεξιοτεχνικό χαρακτήρα, που εκτελούσαν ολιγομελείς ομάδες οργάνων (concertino), όπως κουαρτέτο από βιολιά ή δύο βιολιά και βιολοντσέλο ή, ακόμα, άλλοι τύποι που κλιμακώνονταν από έναν σολίστ έως το κουαρτέτο ή κουιντέτο εγχόρδων ή πνευστών. Η καινούργια μορφή άντλησε στοιχεία από τη μουσική για μελόδραμα (και ιδιαίτερα από την ιταλική ouverture) σε συνδυασμό με ένα ύφος μουσικής δωματίου. Τα πρώτα κ. τύπου γκρόσο έγραψαν οι Γιόχαν Χάινριχ Σμέλτσερ (1674), Αλεσάντρο Στραντέλα (1681) και κυρίως ο Αρκάντζελο Κορέλι (1712), που προσέδωσε σε αυτό το είδος μια σχεδόν κλασική ισορροπία. Ωστόσο, το κ. γκρόσο έφτασε στη μεγαλύτερη ακμή του με τα έργα του Βιβάλντι, του Χέντελ και προπάντων τα έξι Βραδεμβούργια κ. (1717-23) του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, τα οποία θεωρούνται μνημεία του είδους. Το κ. για ένα σολιστικό όργανο και ορχήστρα είναι μεταγενέστερο του κ. γκρόσο. Αν και πρωτοπαρουσιάστηκε στα τέλη του 17ου αι., οπότε και η μουσική του μορφή ήταν περίπου η ίδια με εκείνη του κ. γκρόσο, τη μεγαλύτερή του άνθηση γνώρισε από τον 18o αι. και ύστερα, όταν ακολούθησε την κλασική μορφή σονάτας, αλλά σε τρία μέρη (γρήγορο-αργό-γρήγορο), χωρίς μινουέτο ή σκέρτσο. Το όργανο που χρησιμοποιήθηκε περισσότερο για σόλο αρχικά ήταν το βιολί. Τα όργανα με πλήκτρα (κλαβεσέν, πιάνο, εκκλησιαστικό όργανο) εγκαινιάστηκαν ως σολιστικά όργανα στη Γερμανία με τις Συμφωνίες για εκκλησιαστικό όργανο και ορχήστρα και τα Κοντσέρτα για ένα, δύο, τρία ή τέσσερα κλαβεσέν του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, καθώς και με τα Κοντσέρτα για εκκλησιαστικό όργανο και ορχήστρα του Χέντελ. Στην κλασική και ρομαντική περίοδο (18ος και 19ος αι.) συντέθηκαν τα περισσότερα και τα πιο γνωστά κ. για ένα όργανο και ορχήστρα (βιολί, βιολοντσέλο, πιάνο, κόρνο, φλάουτο, κλαρινέτο, άρπα κλπ.). Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν τα πέντε Κοντσέρτα για βιολί, πολλά από τα Κοντσέρτα για πιάνο, το Κοντσέρτο για κλαρινέτο καθώς και το διπλό Κοντσέρτο για φλάουτο και άρπα του Μότσαρτ, το Κοντσέρτο για βιολί σε ρε μείζονα και τα πέντε Κοντσέρτα για πιάνο του Μπετόβεν, το Κοντσέρτo για πιάνο καθώς και το Κοντσέρτo για βιολοντσέλο του Σούμαν, το Κοντσέρτo για βιολί και τα δύο Κοντσέρτα για πιάνο του Μπραμς κ.ά. Οι θεωρητικές μουσικές αναζητήσεις του 20ού αι. (ιδιαίτερα μάλιστα μέχρι το 1950) δεν παραγκώνισαν αυτό το μουσικό είδος, οπότε κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου συντέθηκαν αξιόλογα κ., όπως τα Κοντσέρτα για βιολιά του Χίντεμιτ, το Κοντσέρτο για βιολί και Κοντσέρτα για πιάνο του Σένμπεργκ, το Κοντσέρτο για βιολί του Άλμπαν Μπεργκ κ.ά. Αξιόλογα κοντσέρτα του 20ού αι. είναι τα «Κοντσέρτα για βιολιά» του Χίντεμιτ, το «Κοντσέρτο για βιολί» και «Κοντσέρτο για πιάνο» του Σένμπεργκ κ.ά. (φωτ. ΑΠΕ). «Κοντσέρτο για τους κόμητες του Βορρά» του Φραντσέσκο Γκουάρντι, εικόνα μουσικής εσπερίδας στη Βενετία του 18ου αι. (Παλιά Πινακοθήκη, Μόναχο).
* * *
και κονσέρτο, το
1. εκτέλεση μουσικού έργου μπροστά σε κοινό, συναυλία
2. εκτενής μουσική σύνθεση για ένα ή περισσότερα όργανα σόλο με συνοδεία ορχήστας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. concerto «άμιλλα» (μουσική) < λατ. concertare «διαγωνίζομαι, αμιλλώμαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κοντσέρτο — το (λ. ιταλ.) 1. συναυλία. 2. είδος μουσικής σύνθεσης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Προκόφιεφ, Σεργκέι Σεργκέγεβιτς — (Σονκόφκα, Αικατερίνοσλαβ 1891 – Μόσχα 1953). Pώσος συνθέτης. Από πολύ νεαρή ηλικία φανέρωσε το ταλέντο του μελετώντας, αρχικά με τη μητέρα του και συνεχίζοντας τις σπουδές του στο Ωδείο της Πετρούπολης όπου είχε δάσκαλο και τον Ρίμσκι Κόρσακοφ.… …   Dictionary of Greek

  • Πιτσέτι Ιλντεμπράντο — (Pizzetti, Πάρμα 1880 – Ρώμη 1968). Ιταλός συνθέτης. Τελείωσε τις μουσικές του σπουδές στο γνωστό ωδείο της γενέτειράς του και για πολλά χρόνια εργάστηκε συγχρόνως ως καθηγητής και ως συνθέτης. Αφού δίδαξε το 1907 στο Ωδείο της Πάρμας,… …   Dictionary of Greek

  • κλαρινέτο — Ξύλινο πνευστό μουσικό όργανο. Στην ελληνική λαϊκή μουσική αποκαλείται κλαρίνο. Αποτελείται από έναν λεπτό, συνήθως εβένινο (ή πλαστικό) κύλινδρο, στο επιστόμιο του οποίου βρίσκεται ένα ράμφος εφοδιασμένο με απλή γλωσσίδα (μικρό ευλύγιστο έλασμα… …   Dictionary of Greek

  • κονσέρτο — Βλ. λ. κοντσέρτο. * * * το βλ. κοντσέρτο …   Dictionary of Greek

  • τρόμπα — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαίας προέλευσης, το οποίο για μεγάλο διάστημα χρησιμοποιήθηκε μόνο για στρατιωτικά σαλπίσματα. Οι αρχαίες τ., κυρίως από ορείχαλκο και ασήμι, είχαν διάφορες μορφές και ονομασίες: π.χ. τούμπα (σάλπιγγα), ένας ίσιος και… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Καμπαλέφσκι, Ντμίτρι Μπορίσοβιτς — (Dmitry Borisovich Kabalevsky, Πετρούπολη 1904 – 1987). Ρώσος συνθέτης, παιδαγωγός και τεχνοκριτικός. Σπούδασε στο Ωδείο της Μόσχας, όπου δίδαξε σύνθεση από το 1939 και ανέλαβε στη συνέχεια διάφορα καθήκοντα. Η μουσική του εντάσσεται στη ρωσική… …   Dictionary of Greek

  • Κορέλι, Αρκάντζελο — (Arcangelo Corelli, Φουζινιάνο, Ραβένα 1653 – Ρώμη 1713). Ιταλός βιολιστής και συνθέτης. Μετά τις πρώτες μουσικές σπουδές του στις σχολές της Φαέντσα και του Λούγκο, ο Κ. εγκαταστάθηκε στην Μπολόνια, όπου διακρίθηκε για το μεγάλο του ταλέντο ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”